-
1 ангидрит
το άνυδρο θειϊκό ασβέστιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ангидрит
-
2 сода
η σόδα (ξεν.)το ανθρακικό νάτριο-кальцинированная - το άνυδρο ανθρακικό νάτριοкаустическая - η καυστική σόδα, το υποξείδιο του νατρίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сода
-
3 спирт
το οινόπνευμαабсолютный - καθαρό -, απόλυτο -безводный - см. абсолютный -бутиловый - η βουτανόλη, η βουτιλική αλκοόληвинный - см. этиловый -двухатомный - η δισθενής αλκοόλη, η γλυκόζηметиловый - (метанол) το μεθυλόπνευμα, η πολυσθενής αλκοόληпервичный - η πρωτοταγής αλκοόλη, το πρωτότυπο οινοπνευματώδες υγρό- салициловый - η σαλιγενίνη, η ιτεογονίνηэтиловый - το αιθυλόπνευμα, η αιθυλική αλκοόλη (С2Н5ОН)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > спирт
-
4 ангидрит
-а α.ανυδρίτης, άνυδρο(ν),άνυδρος γύψος. -
5 сухой
επ., βρ: сух, -а, -о; суше.1. ξηρός• στεγνός•-йе дрова ξηρά καυσόξυλα-сухойое сено ξηρό χόρτο•
сухой порох στεγνή μπαρούτη•
сухой хлеб ξηρό ψωμί•
-йе глаза άκλαυτα μάτια•
ветер ξηρός άνεμος (χωρίς υγρασία)•
-ое лето ξηρό (άνυδρο) καλοκαίρι•
-ое дерево ξηρό δέντρο (ξέρακας)•
сухой кашель ξερόβηχας•
плеврит ξηρή πλευρίτιδα•
-йе волосы στεγνά μαλλιά.
2. ξηραμένος• στεγνωμένος• διατηρημένος•-ая малина ξηραμένα σμέουρα•
-йе фрукты ξηραμένα φρούτα•
-ие овощи ξηραμένα λαχανικά•
-ое молоко γαλακτόσκονη.
3. αδύνατος, ισχνός, ξερακιανός•сухие ноги τα κανιά•
-ая рука ξερακιανό χέρι.
4. μτφ. αδιάφορος, άχαρος, απροσήγορος• τυπικός.5. μτφ. άτονος, χωρίς ζωντάνια.6. (αθλτ., παιγν.) νικώ κατά κράτος, χωρίς μα πάρει ούτε ένα πόντο•сделать -уго кому-Η, βγάζω κάποιον παρθένα (κατανικώ).
εκφρ.- ое вино – γνήσιο και μη γλυκό κρασί•сухой лд – ξηρός πάγος•- ая гроза – μπουμπουνητό χωρίς βροχή•сухой пак – ξηρό σιτηρέσιο, ξηρή τροφή•- им путм – δια ξηράς (μετάβαση).
См. также в других словарях:
Άνυδρο — I Ονομασία τρίων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 534 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Πάικου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενηίδος. 2. Ορεινός οικισμός (υψομ. 560 μ.,… … Dictionary of Greek
Hymettus — This article is about the mountain. For the suburb of Athens, see Ymittos. Hymettus Mount Hymettus from the east Elevation … Wikipedia
Hymette — 37° 57′ 00″ N 23° 47′ 00″ E / 37.95, 23.7833 … Wikipédia en Français
Hymettus — Hymette Hymette Géographie Altitude 1 026 m, Evzonas Massif … Wikipédia en Français
Liste der Dodekanes-Inseln — Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder … Deutsch Wikipedia
Имитос — греч. Υμηττός … Википедия
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… … Dictionary of Greek
αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση … Dictionary of Greek
δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… … Dictionary of Greek
θερμονατρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού νατρίου, το οποίο απαντά κοντά σε αλμυρές λίμνες ως προϊόν εξάτμισης ή σε άνυδρο έδαφος κατά την εξάνθηση αλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonatrite < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + natr ite… … Dictionary of Greek