Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

άνυδρο -

См. также в других словарях:

  • Άνυδρο — I Ονομασία τρίων οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 35 μ., 534 κάτ.) στην πρώην επαρχία Γιαννιτσών του νομού Πέλλης. Βρίσκεται στους νοτιοδυτικούς πρόποδες του Πάικου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μενηίδος. 2. Ορεινός οικισμός (υψομ. 560 μ.,… …   Dictionary of Greek

  • Hymettus — This article is about the mountain. For the suburb of Athens, see Ymittos. Hymettus Mount Hymettus from the east Elevation …   Wikipedia

  • Hymette — 37° 57′ 00″ N 23° 47′ 00″ E / 37.95, 23.7833 …   Wikipédia en Français

  • Hymettus — Hymette Hymette Géographie Altitude 1 026 m, Evzonas Massif …   Wikipédia en Français

  • Liste der Dodekanes-Inseln —  Karte mit allen Koordinaten: OSM, Google oder …   Deutsch Wikipedia

  • Имитос — греч. Υμηττός …   Википедия

  • Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… …   Dictionary of Greek

  • άνυδρος — η, ο (Α ἄνυδρος, ον) 1. (για τόπους) ο ξερός, ο στεγνός, αυτός που δεν έχει καθόλου νερό ή έχει πολύ λίγο («Ἄργος ἄνυδρον», Στράβων «ἄνυδρο χωράφι») 2. (για φυτά) ξερικός, αυτός που δεν ποτίζεται («σμύρνης ἀνύδρου», Ευριπ. «ἀνύδρους σικύους»,… …   Dictionary of Greek

  • αφυδάτωση — Διαδικασία με την οποία απομακρύνεται το νερό (ύδωρ), το οποίο σε πολυάριθμες ουσίες είναι στενά συνδεδεμένο με τη μοριακή τους δομή (ύδωρ κρυστάλλωσης): Στην περίπτωση της αφαίρεσης του νερού που απλώς έχει απορροφηθεί γίνεται λόγος για ξήρανση …   Dictionary of Greek

  • δώμα — H ελεύθερη πάνω επιφάνεια της επίπεδης στέγης ενός κτιρίου· η ταράτσα. Η κατασκευή του δ. οφείλεται κυρίως σε δύο λόγους: αφενός στην έλλειψη επαρκούς ξυλείας ώστε να κατασκευαστεί επικλινής στέγη και αφετέρου στην ανάγκη συλλογής του βρόχινου… …   Dictionary of Greek

  • θερμονατρίτης — ο (ορυκτ.) ένυδρο ανθρακικό ορυκτό τού νατρίου, το οποίο απαντά κοντά σε αλμυρές λίμνες ως προϊόν εξάτμισης ή σε άνυδρο έδαφος κατά την εξάνθηση αλάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermonatrite < thermo (πρβλ. θερμ[ο] *) + natr ite… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»